βάλερος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
or βαλῖνος, ὁ, kind of carp, Arist.HA568b27:—also βαλλιρός, ib.602b26; cf. βάλαγρος.
Greek (Liddell-Scott)
βάλερος: ἢ βαλῖνος, ὁ, εἶδος μικροῦ ἰχθύος, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6, 14. 12· ἴσως τὸ βαλλιρὸς αὐτόθι 9. 20, 2, εἶναι τὸ αὐτό.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): βαλῖνος Arist.HA 568b27 (v.l.); βαλλιρός Arist.HA 602b26 (v.l.)
ict. especie de barbo Arist.ll.cc.; cf. βάλαγρος.
Russian (Dvoretsky)
βάλερος: Arst. v.l. βαλῖνος ὁ зоол. карп (одна из разновидностей) Arst.