γύαλος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, cubical stone, EM243.12; also oxyt. as adjective, γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι Call.Fr.anon.331.
German (Pape)
[Seite 508] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.
Greek Monolingual
γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή του τ. γυλλός, η οποία προήλθε από σύγχυση του -α- και του -λ-].