γύαλος

From LSJ
Revision as of 21:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γύᾰλος Medium diacritics: γύαλος Low diacritics: γύαλος Capitals: ΓΥΑΛΟΣ
Transliteration A: gýalos Transliteration B: gyalos Transliteration C: gyalos Beta Code: gu/alos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, cubical stone, EM243.12; also oxyt. as adjective, γυαλὸν λίθον ἀγκάσσασθαι Call.Fr.anon.331.

German (Pape)

[Seite 508] ὁ, nach E. M. ein viereckiger Stein, Würfel.

Greek Monolingual

γύαλος ο (Α)
κύβος, τετράγωνη πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γύαλος < γυαλός με αναβιβασμό του τόνου. Κατ' άλλους, ο τ. γύαλος από λανθασμένη γραφή του τ. γυλλός, η οποία προήλθε από σύγχυση του -α- και του -λ-].