δεκάπλοκος
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ον, foldedten times, Paul.Aeg.6.65.
German (Pape)
[Seite 542] zehnmal geflochten, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπλοκος: -ον, δεκάκις περιτετυλιγμένος, Παῦλ. Αἰγ. 6. 65.
Spanish (DGE)
-ον
doblado diez veces, con diez pliegues λίνον Paul.Aeg.6.65.3.
Greek Monolingual
δεκάπλοκος, -ον (Α)
τυλιγμένος δέκα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλόκος < πλόκος, πλέκω.