δυσβίοτος
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
[ῐ], ον, making life wretched, πενίη AP7.648 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 677] elend lebend; πενίη Leon. Tar. 64 (VII, 648).
Greek (Liddell-Scott)
δυσβίοτος: -ον, (βίοτος) ὁ καθιστῶν τὸν βίον δυστυχῆ, πενίη Ἀνθ. Π. 7. 648.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est pénible.
Étymologie: δυσ-, βίοτος.
Spanish (DGE)
-ον
que hace la vida penosa, que amarga la vida Alc.130(b)1 (dud.), πενίη AP 7.648 (Leon.).
Greek Monolingual
δυσβίοτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει τη ζωή δύσκολη.
Greek Monotonic
δυσβίοτος: -ον, αυτός που καθιστά τη ζωή άθλια, αξιοθρήνητη, πενίη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσβίοτος: отягощающий жизнь, мучительный (πενίη Anth.).