καθυποπτεύω
From LSJ
English (LSJ)
suspect, f.l. in Arist.Rh.Al.1426b28 (Pass.) (ὑπ- PHib. 1.26.302).
German (Pape)
[Seite 1290] verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηθέντων ἢ καθυποπτευθέντων Arist. rhet. Alex. 5.
Greek (Liddell-Scott)
καθυποπτεύω: ὑποπτεύω, ἀμφότερα ἐν Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 5. 1.
Greek Monolingual
καθυποπτεύω (Α)
(επιτατ. του υποπτεύω)
1. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι
2. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, μελετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑπ-οπτεύω (< ὕπ-οπτος)].
Russian (Dvoretsky)
κᾰθῠποπτεύω: питать подозрение, подозревать: ἀδικήματα κατηγορηθέντα ἢ καθυποπτευθέντα Arst. проступки, являющиеся предметом осуждения или (только) подозрения.