κοιλοσώματος

From LSJ
Revision as of 02:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοσώματος Medium diacritics: κοιλοσώματος Low diacritics: κοιλοσώματος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: koilosṓmatos Transliteration B: koilosōmatos Transliteration C: koilosomatos Beta Code: koilosw/matos

English (LSJ)

ον, hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.

Greek Monolingual

κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμακύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκοσώματος, ολιγοσώματος].