κρηδεμνόκομος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ον, wearing the κρήδεμνον, Aus.Ep.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
κρηδεμνόκομος: -ον, ἔχων τὴν κόμην κεκοσμημένην κρηδέμνῳ, φορῶν τὸ κρήδεμνον, Ἐπιστ. Αὐσων. 12. 13.
Greek Monolingual
κρηδεμνόκομος, -ον (Α)
αυτός που φορά κρήδεμνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήδεμνον + -κομος (< κόμη), πρβλ. δαφνόκομος, χρυσόκομος].