κωλέα
τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
English (LSJ)
ἡ, = κωλῆ (q.v.); also expld. by ἀγκαλίς, δέσμη χόρτου, Hsch. κώλειρ, prize given in a contest, Id. κωλεός, ὁ, = κωλῆ, Epich.82,92, Hp. ap. Gal.19.116. κωλετίναις (-τήν- cod.)· ἀσκαλαβώταις, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1542] Ath. XI, 368 d, zsgzgn κωλῆ, ἡ, der Hüftknochen mit dem daran sitzenden Fleische, bes. beim Schweine der Schinken, Hesych. erkl. σκέλος ὑὸς ὀπίσθιον; vgl. Xen. Cyn. 5, 30; comic. bei Ath. a. a. O.; Ar. Plut. 1128 οἴμοι δὲ κωλῆς ἧς ἐγὼ κατήσθιον, wo die Schol. erkl. τὰ ἐμπρόσθια μέρη τῶν ἱερείων, τὰς ἀγκύλας ὀστώδεις; Nubb. 976 τὴν ἀσπίδα τῆς κωλῆς προέχων ἀμελῇ τῆς Τριτογενείας, Schol. τοῦ ποδός, ἕτεροι δέ φασι τοῦ αἰδοίου, wie ib. 1006 neben πυγὴ μικρά das κωλῆ μεγάλη sicher auf das Schaamglied geht. – In späterer Prosa; βοὸς κωλῆ Luc. Leziph. 6; Plut. Artaz. 18; κωλέα in LXX.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
d'ord. contr. en κωλῆ;
cuisse d'animal.
Étymologie: κῶλον.