Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Full diacritics: λίχνευμα | Medium diacritics: λίχνευμα | Low diacritics: λίχνευμα | Capitals: ΛΙΧΝΕΥΜΑ |
Transliteration A: líchneuma | Transliteration B: lichneuma | Transliteration C: lichnevma | Beta Code: li/xneuma |
ατος, τό, a dainty, delicacy, Sophr.24.
[Seite 55] τό, Leckerei, leckeres Essen, Sophron bei Ath. III, 86 d.
λίχνευμα: τό, ὀρεκτικὸν φαγητόν, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Ε.
το (Α λίχνευμα) λιχνεύω
ορεκτικό φαγητό, λειχουδιά, μεζές.