ληθαργώδης
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ες, = ληθαργικός, Dsc.Ther.15, Gal.7.466. Adv. -δῶς Dsc.4.64.
German (Pape)
[Seite 38] ες, = ληθαργικός, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ληθαργώδης: -ες, = ληθαργικός, Διοσκ. Θηρ. 15, Γαλην. 7. 153.
Greek Monolingual
ληθαργώδης, -ῶδες (Α) λήθαργος (Ι)]
ληθαργικός.
επίρρ...
ληθαργωδῶς (Α)
σε κατάσταση ληθαργίας, νάρκης.