μειουρία
From LSJ
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
μειονεκτ-ίζω, μειόνεκτ-ος, v. μυουρία, -ίζω, -ος.
German (Pape)
[Seite 116] ἡ, Kurzschwänzigkeit, = μυουρία, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειουρία: ἡ, μείωσις τοῦ τέλους ἢ τοῦ ἄκρου, ἐπὶ ἑξαμέτρων τελευτώντων εἰς ἴαμβον ἢ πυρρίχιον, ὡσαύτως καὶ μυουρία, Εὐστ. 900. 7.
Greek Monolingual
μειουρία, ἡ (Α) μείουρος
(σχετικά με εξάμετρο) το αποτέλεσμα του μειουρίζω, αλλ. μυουρία.