κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king
Full diacritics: μετεωροκόπος | Medium diacritics: μετεωροκόπος | Low diacritics: μετεωροκόπος | Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ |
Transliteration A: meteōrokópos | Transliteration B: meteōrokopos | Transliteration C: meteorokopos | Beta Code: metewroko/pos |
ὁ, one who prates about high things, Cerc.4.45.
μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.