ἐπεισκαλέω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
co-opt, Decr. ap. Arist.Ath.30.4.
German (Pape)
[Seite 912] (s. καλέω), noch dazu hineinrufen, Luc. Philops. 29, l. d.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
appeler en outre dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσκαλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισκαλέω: (куда-л.) призывать (θεὸν ἀπὸ μηχανῆς Luc. - v.l. ἐπεισκυκλέω).