ἔμπλεξις
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
εως, ἡ, interweaving, entwining, στήμονος Pl.Plt.282e.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Einflechtung, Verwebung, τοῦ στήμονος Plat. Polit. 282 e.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλεξις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπλέκειν, ἐμπλοκή, ἐνύφανσις, Πλάτ. Πολιτ. 282Ε.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
entrelazamiento ἡ τοῦ στήμονος ἔ. el entrelazamiento con la urdimbre de las hebras en el tejido, Pl.Plt.282e, ἔ. τῶν μορίων Simp.in Ph.878.25.
Greek Monolingual
ἔμπλεξις, η (Α)
το να πλέκεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ενύφανση.
Russian (Dvoretsky)
ἔμπλεξις: εως ἡ вплетание, заплетание Plat.