ἀγκυλοχήλης
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ου, ὁ, (χηλή) with crooked claws, v.l. in Batr.294, Ar.Eq.197, cf. Sch. (χείλης codd.).
German (Pape)
[Seite 15] ὁ, krummscheerig, Krebs, Batr. 296.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χηλή.
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλοχήλης) -ου
de garras corvas o ganchudas αἰγυπιοί Hes.Sc.405, βυρσαίετος Ar.Eq.197, 204.
Greek Monotonic
ἀγκῠλοχήλης: -ου, ὁ (χηλή), αυτός που έχει αγκυλωτά νύχια ή οπλές, σε Βατραχομ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλοχήλης:
1) с кривыми когтями (βυρσαίετος Arph.);
2) с кривыми клешнями (καρκίνος Batr.).