ἀπάρτισις
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
εως, ἡ, arrangement, νεύρων Hp.Art.8 (with v.l. ἀπάρτησις, q.v.).
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, Vollendung, Sp.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 disposición τῶν νεύρων Hp.Art.8.
2 tramitación, SB 4759a (biz.).
Greek Monolingual
ἀπάρτισις, η (Α)
διευθέτηση, τακτοποίηση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρτισις: εως ἡ завершение, полное развитие (τοῦ φυτοῦ Arst.).