ἁλίτυρος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ὁ, salted cheese, v.l. in AP9.412 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 99] ὁ, Salzkäse, Philodem. 30 (IX, 412).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίτῡρος: ὁ, εἶδος τυροῦ ἁλμυροῦ, Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fromage salé.
Étymologie: ἅλς², τυρός.
Spanish (DGE)
(ἁλίτῡρος) -ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
queso salado ἀρτιπαγὴς ἁλίτυρος AP 9.412 (Phld.).
Greek Monolingual
ἁλίτυρος, ο (Α)
αλατισμένο τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + τυρός «τυρί»].
Greek Monotonic
ἁλίτῡρος: ὁ (ἅλς), είδος αλμυρού τυριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίτῡρος: ὁ соленый сыр Anth.