αἰπολέω
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
only in pres. and impf., tend goats, Eup.13, Theoc.8.85; ᾐπόλει ταῖς αἰξίν Lys.Fr.25:—Pass., ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι a flock tended by no herdsman, A.Eu.196.
Greek (Liddell-Scott)
αἰπολέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., βόσκω αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι ἄνευ αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
faire paître ou garder les chèvres.
Étymologie: αἰπόλος.
Spanish (DGE)
1 pastorear, cuidar cabras τὰς αἶγας Lys.Fr.19.1
•gener. abs., Eup.12, Theoc.8.85, prov. de metomentodos o agitadores αἰπόλει σοί pastorea para tí e.e. pastorea tus propias cabras Diogenian.1.4.55, cf. Aristid.Or.28.80.
2 en v. med. pastar las cabras, A.Eu.196.
Greek Monotonic
αἰπολέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., βόσκω γίδες, σε Θεόκρ. — Παθ., λέγεται για κοπάδι, ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, χωρίς αιγοβοσκό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰπολέω: пасти (коз и вообще мелкий скот) Lys., Theocr.; pass. пастись Aesch.