τωθασμός

From LSJ
Revision as of 10:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τωθασμός Medium diacritics: τωθασμός Low diacritics: τωθασμός Capitals: ΤΩΘΑΣΜΟΣ
Transliteration A: tōthasmós Transliteration B: tōthasmos Transliteration C: tothasmos Beta Code: twqasmo/s

English (LSJ)

ὁ, scoffing, jeering, Arist. Pol.1336b17, D.H.3.71, Ph.2.83, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

τωθασμός: ὁ, ἐμπαιγμός, μυκτηρισμός, ἐπιμελὲς ἔστω τοῖς ἄρχουσι μηθὲν μήτε ἄγαλμα μήτε γραφὴν εἶναι τοιούτων πράξεων (δηλ. ἀσχημόνων) μίμησιν, εἰ μὴ παρά τισι θεοῖς τοιούτοις οἷς καὶ τὸν τωθασμὸν ἀποδίδωσιν ὁ νόμος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 10, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀδάμ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
moquerie, raillerie, injure.
Étymologie: τωθάζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α τωθάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τωθάζω.

Greek Monotonic

τωθασμός: ὁ, εμπαιγμός, χλευασμός, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τωθασμός -οῦ, ὁ [τωθάζω] bespotting.

Russian (Dvoretsky)

τωθασμός:насмешка, осмеяние Arst.

Middle Liddell

τωθασμός, οῦ, ὁ,
scoffing, jeering, Arist.