ἀργινεφής
From LSJ
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
ές, clouded with white, ὀπός S.Fr.534.2 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργινεφής: -ές, ὁ λευκὸς ὡς νέφος λευκόν, ὀπὸς Σοφ. Ἀποσπάσμ. 479.
Spanish (DGE)
(ἀργῐνεφής) -ές semejante a una nube blanca ὀπός S.Fr.534.2.
Greek Monolingual
ἀργινεφής (-οῦς), -ές (Α)
λευκός σαν σύννεφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἀργῐνεφής: похожий на белое облако, молочно-белый (ὀπός Soph.).