ἱμαντόδετος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον, bound with thongs, gloss on τρητοῖσι, Sch.Od.1.440.
German (Pape)
[Seite 1252] mit Riemen gebunden, Schol. Od. 1, 440.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντόδετος: -ον, δεδεμένος δι’ ἱμάντων, Σχολ. εἰς Ὀδ. Α. 440.
Greek Monolingual
ἱμαντόδετος, -ον (Α)
δεμένος με ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -δετος (< δετός < δέω), πρβλ. λινόδετος, σχοινόδετος].