ὀζόστομος

From LSJ
Revision as of 10:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζόστομος Medium diacritics: ὀζόστομος Low diacritics: οζόστομος Capitals: ΟΖΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ozóstomos Transliteration B: ozostomos Transliteration C: ozostomos Beta Code: o)zo/stomos

English (LSJ)

ον, with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.

Greek Monolingual

ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.

Middle Liddell

ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, στόμα
with bad breath, Anth.