ὑπολαλέω
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
whisper, τινί τι Apollod.Poliorc.137.4.
German (Pape)
[Seite 1222] heimlich schwatzen, flüstern, Hesych. erkl. ψιθυρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολᾰλέω: λαλῶ χαμηλοφώνως, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 553D. 2) ψιθυρίζω, τινί τι Ἀρχ. Μαθημ. 13, κλπ. ΙΙ. λέγω πλαγίως, «βούλεται δὲ μᾶλλον ὑπολαλεῖν τῷ τολμῶντι τὸ χρῆναι αὐτὸν πρὸς ἑαυτῷ ἔχειν τὸν νοῦν καὶ ἢ αἰδεῖσθαι ἢ φοβεῖσθαι» Εὐστ. Πονημάτ. 48. 59.