ὑποσκευάζω
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
repair, dub. l. in PTeb.5.74 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσκευάζω: παρασκευάζω ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἤδη διὰ βάθους ἐν ταῖς ῥίζαις ὑποσκευασθέντος τοῦ σπέρματος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 1063D.
Greek Monolingual
Α
παρασκευάζω κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατασκευάζω.