ανθρώπινος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνθρώπινος, -η, -ον και -ος, -ον)
1. αυτός που ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση
2. αυτός που προέρχεται από τον άνθρωπο ή ανήκει σ' αυτόν
αρχ.-μσν.
1. εκείνος που είναι σύμφωνος με τα καθιερωμένα για τους ανθρώπους
«ἀπέθανε (ενν. ο Ιησούς) κατὰ τὰ ἀνθρώπινον ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι τὸν κόσμον»
«ἀνθρώπινόν τι παθεῖν (για τον θάνατο, παπυρ.) «ἐάν τι τῶν ἀνθρωπίνων περί τινα γένηται» (Επίκουρος)
2. (ουδ.) τὸ ἀνθρώπινον
η ανθρωπότητα
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε σφάλμα (σε αντίθεση με τον θεϊκό)
2. ο πολιτισμένος (σε αντίθεση με τον θηριώδη)
επίρρ. -νως
1. «ἀνθρωπίνως ἁμαρτάνειν» (Θουκ.)
το να κάνει κανείς σφάλματα σαν άνθρωπος που είναι
2. «ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι» (Δημοσθ., Ανδοκίδης)
το να σκέφτεται κανείς με ανθρωπιά, με κατανόηση των ανθρώπινων, με ευγένεια
3. φρ. «ἀνθρωπίνως χρὴ τὰς τύχας φέρειν» (Μένανδρος)
να αντιμετωπίζει κανείς τις περιστάσεις με ψυχραιμία, με μετριοπάθεια.
Translations
Afrikaans: mens; Albanian: njerëzor; Arabic: بَشَرِيّ, إنْسَانِيّ; Aragonese: umano; Armenian: մարդկային; Assamese: মানুহ, মানৱ; Asturian: humanu; Azerbaijani: bəşər, insan, bəşəri, insani; Belarusian: чалавечы, людскі́; Bengali: মানবীয়, মানুষিক; Bulgarian: човешки; Burmese: မနုဿ; Catalan: humà; Central Sierra Miwok: míw·y-; Chinese Mandarin: 人的, 人類的, 人类的; Choctaw: okla; Czech: lidský; Danish: menneskelig; Dutch: menselijk, mens-; Esperanto: homa; Estonian: inim-, inimese; Finnish: inhimillinen, ihmis-; French: humain; Old French: umain, humain; Galician: humano; Georgian: ადამიანური; German: menschlich; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌽𐌹𐍃𐌺𐍃; Greek: ανθρώπινος; Ancient Greek: ἀνθρωπικός, ἀνθρώπειος; Hebrew: אֱנוֹשִׁי; Hindi: इंसान, मनुष्य, मानव, इंसानी, मानवी; Hungarian: emberi; Ido: homa; Indonesian: manusia; Interlingua: human; Irish: daonna; Italian: umano; Japanese: 人の, 人間の; Kazakh: адами, адам; Khmer: មនុស្ស; Korean: 사람의, 인간의; Kyrgyz: адам; Lao: ມະນຸດ; Latin: humanus; Latvian: cilvēcisks; Limburgish: miensjelik; Macedonian: човечки; Malay: manusia; Manchu: ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠᡳ, ᠨᡳᠶᠠᠯᠮᠠ; ᠊ᡳ; Maori: tangata; Maranao: manosiya; Mongolian: хүний; Ngazidja Comorian: -a kibinadamu; Norwegian Bokmål: menneskelig; Occitan: uman; Old Occitan: uman, human; Old English: mennisċ; Oriya: ମନୁଷ୍ୟ; Pashto: انساني, بشري; Persian: انسانی, بشری; Polish: ludzki, człowieczy; Portuguese: humano; Romanian: omenesc, uman; Romansch: uman, human, umaun; Russian: человеческий, людской; Sanskrit: मानव, मनुष्य, मानवीय, मानुष्यक; Scots: human; Scottish Gaelic: daonna; Serbo-Croatian Cyrillic: љу̀дскӣ; Roman: ljùdskī; Slovak: ľudský; Slovene: človeški, ljúdski; Sotho: motho; Spanish: humano; Swedish: mänsklig; Sylheti: ꠝꠣꠘꠥ, ꠝꠣꠘꠥꠡ; Tajik: одамӣ, инсонӣ, башарӣ; Telugu: మనిషి; Thai: มนุษย์; Tsonga: munhu; Turkish: beşeri, insani; Turkmen: ynsany; Ukrainian: людський; Urdu: انسانی; Uyghur: ئىنسانىي; Uzbek: insoniy, odamiy, bashariy; Vietnamese: người; Welsh: dynol; Yiddish: מענטשלעך; Yoruba: ènìyàn