κολλοποδιώκτης
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ου, ὁ, (κόλλοψ 11.2) Com. name for a gross debauchee, Sch.Ar.Nu.347, Eust.1915.16, Suid.s.v. ἀγρίους.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, ein Wüstling, der entnervten Jünglingen nachstellt, s. Scholl. Ar. Nubb. 348 und Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κολλοποδῐώκτης: -ου, ὁ, (κόλλοψ ΙΙΙ) κωμ. ὄνομα τοῦ εἰς ὑπερβολὴν διεφθαρμένου ἀνθρώπου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 347, Εὐστ. 1915. 11, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀγρίους.
Greek Monolingual
κολλοποδιώκτης, ὁ (Α)
αυτός που αρέσκεται να έρχεται σε επαφή με κιναίδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, -οπος «κίναιδος» + -διώκτης (< διώκτης < διώκω), πρβλ. ιπποδιώκτης, κνισοδιώκτης].