φιλτρόποτον
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
English (LSJ)
τό, love potion, Cael. Aur.TP1.5.
German (Pape)
[Seite 1289] τό, Liebestrank, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλτρόποτον: τό, ποτὸν ἐμπνέον ἔρωτα, φίλτρον, Cael Aurel. C??on. Μ. 1, 5, σ. 326.
Greek Monolingual
τὸ, Α
μαγικό ποτό, φίλτρο που προκαλεί ερωτική διέγερση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + ποτόν].