διαβεβαιωτικός
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ή, όν, affirmative, δ. σύνδεσμος A.D.Conj.235.26, al., EM415.42; θεωρία Ptol.Tetr.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.318.28, S.E.P.1.233.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1seguro θέσις S.E.P.2.244, (θεωρία) οὐ δ. op. εἰκαστική Ptol.Tetr.1.2.15.
2 gram. aseverativo, afirmativo σύνδεσμοι A.D.Synt.245.6, Coni.235.26, EM 415.42G., Sch.Er.Il.1.77-78a, 15.288a, del modo indicativo, Origenes M.12.1141D.
II adv. -ῶς
1 con seguridad κατὰ τὸ φαινόμενον ἡμῖν ... καὶ οὐ δ. S.E.P.1.233, cf. 2.28.
2 con resolución, con firmeza Sch.Er.Il.3.46-52.
3 afirmativa, aseverativamente A.D.Synt.318.28.
Greek (Liddell-Scott)
διαβεβαιωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων ἰσχυρὰν βεβαίωσιν δ. σύνδεσμος, σημαίνων διαβεβαίωσιν, Ἐτυμ. Μ. 415. 42.- Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 233. 2)= βέβαιος, ἀντίθ. τῷ στοχαστικός, Πρόκλ. Παρ. σ. 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβεβαιωτικός, -ή, -όν)
αυτός που διαβεβαιώνει, που πιστοποιεί
αρχ.
1. αυτός που αναφέρεται σε ισχυρή βεβαίωση
2. ο βέβαιος.