διερείδω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
A prop up, Plu.2.529c, Luc.VH2.1. 2 hold apart, as the collar-bones do the shoulders, Sor.2.63: so metaph., of vowels, thrust apart, D.H.Comp.22. II Med., lean upon, τινί E.Hec.66: c. acc., σχῆμα βακτηρίᾳ δ. lean one's body on... Ar.Ec.150. 2 δ. πρός τι set oneself firmly, struggle against... Plb.21.24.14, Plu.Phil. 17, prob. in Phld.D.3Fr.32; περί τινος for a thing, Plb.5.84.3.
Spanish (DGE)
I 1apuntalar οἰκίας Plu.2.529c, μεγάλοις δοκοῖς τὸ στόμα διερείδοντες apuntalando la boca (de una ballena) con grandes troncos Luc.VH 2.1
•fig. τὴν ψυχήν Cyr.Al.M.69.744C
•c. ac. int. διερείσας διερείσματα εἰς τοὺς ἰκριωτῆρας colocando viguetas en los andamios, IG 22.1668.80 (IV a.C.)
•sujetar en v. pas. τὰ περὶ τὸ στῆθος ... ταῖς ... κλεισίν Sor.142.29.
2 mantener separados σιωπὴ ... διερείδουσα τῶν μορίων un silencio separa las partes de vocales que no forman diptongo, D.H.Comp.22.19.
II en v. med.
1 tr. apoyar διερεισαμένη τὸ σχῆμα βακτηρίᾳ Ar.Ec.150, τοῖν ποδοῖν τὴν βάσιν εἰς τὸ ἑδραῖον διερεισάμενος Hld.10.31.3.
2 intr. apuntalarse, apoyarse firmemente, sustentarse σκωλιῷ σκίπωνι χερὸς διερειδομένα apoyándome en el oblicuo bastón del brazo E.Hec.66, σκήπτρῳ E.Tr.150, τῷ θυρεῷ D.H.3.20.1, τοῖς κώλοις D.H.Comp.20.12, de un candelabro ξύλῳ διερειδόμενον Gr.Nyss.V.Mos.90.7, ἐπὶ τὰ κέρατα Aesop.9.1.
3 enfrentarse firmemente καθάπερ ἀγαθὸς κυβερνήτης πρὸς κῦμα διερειδόμενος Plu.Phil.17, cf. Aem.9, 2.341e, en la palestra, Ph.1.199
•fig. resistirse firmemente φιλοτίμως δὲ πρὸς τοῦτο Plb.21.24.14, πρὸς τὸ ἀλλόφυλον Phld.D.3.fr.32a
•indicando la causa disputar, pelear testarudamente περὶ τῆς χώρας Plb.5.84.3, Σκιπίωνι ... πολλὰ διερεισάμενος ἐν τῇ πολιτείᾳ tras haber sostenido numerosas luchas políticas con Escipión Plu.Cat.Ma.15.
Greek (Liddell-Scott)
διερείδω: μέλλ. -σω, ὑποστηρίζω, Πλούτ. 2. 529C. ΙΙ. μέσ., στηρίζομαι, «ἀκκουμβῶ», τινι Εὐρ. Ἑκ. 66· - μετ᾽ αἰτιατ. σχῆμα βακτηρίᾳ δ., στηρίζω τὸ σῶμά μου ἐπάνω είς…, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 150. 2) δ. πρός τι, στηρίζομαι στερεῶς, ἀνθίσταμαι ἰσχυρῶς…, Πολύβ. 22. 7, 14, Πλούτ. Φιλοπ. 17· περί τινος, διά τι πρᾶγμα, Πολυβ. 5. 84, 3.
French (Bailly abrégé)
appuyer ou enfoncer à travers ou entre;
Moy. διερείδομαι s'appuyer sur, τινι : δ. πρός τι résister fortement à qch.
Étymologie: διά, ἐρείδω.
Russian (Dvoretsky)
διερείδω:
1) подпирать (sc. οἰκίας Plut.); med. опираться (σκίπωνι Eur.; τὸ σχῆμα τῇ βακτηρίᾳ Arph.);
2) med. противиться, сопротивляться (πρός τι Polyb., Plut. и περί τινος Polyb.).