γαλεώδης
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
v. γαλεοειδής.
Spanish (DGE)
v. γαλεοειδής.
German (Pape)
[Seite 471] ες, dem γαλεός ähnl., Arist. H. A. 2, 13. 5, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γαλεώδης: -ες, =γαλεοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α γαλεώδης, -ες) γαλεός
ο γαλεοειδής.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλεώδης: акуловый, относящийся к семейству акул Arst.