ἀνίσχυρος
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον, not strong, without strength, Str.2.1.36, v.l. in D.H.4.54, Sch.Theoc.14.15: Comp., ῥῖγος -ότερον Hp.Flat.8; invalid, of a document, ἄκυρος καὶ ἀ. PSI183.9 (V A.D.), Just.Nov.72.5.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -α PMichael.52.63 (VI d.C.)]
1 que no tiene fuerza, débil τὸ ὑπ' ἐκείνου διδόμενον Str.2.1.36
•fig. de un vino, Sch.Theoc.14.16.
2 jur. inválido, nulo de un documento POxy.1716.17 (IV d.C.), PLond.77.61 (VI d.C.), de una venta PMichael.l.c.
German (Pape)
[Seite 239] nicht stark, kraftlos, Strab.; D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνίσχῡρος: -ον, ὁ μὴ ἰσχυρός, ὁ ἄνευ ἰσχύος, Στράβ. 89, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 14. 15. - Ἐπίρρ. -ρως, Βασιλικ. ἔκδ. Heimb. τόμ. Α΄, σ. 302, τόμ. Ε΄, σ. 245.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνίσχυρος, -ον)
1. ο χωρίς ισχύ, δύναμη, αδύναμος, ανίκανος
2. αυτός που δεν έχει νομικό κύρος, ο άκυρος.