ἀνδρόμεος

From LSJ
Revision as of 13:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόμεος Medium diacritics: ἀνδρόμεος Low diacritics: ανδρόμεος Capitals: ΑΝΔΡΟΜΕΟΣ
Transliteration A: andrómeos Transliteration B: andromeos Transliteration C: andromeos Beta Code: a)ndro/meos

English (LSJ)

α, ον, (ἀνήρ) A human, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀ., Od.9.297, 22.19, Il.20.100; ψωμοὶ ἀ. gobbets of man's flesh, Od.9.374; ὅμιλος ἁ. throng of men, Il.11.538; ἀ. κεφαλή Emp.134; αὐδή, ἐνοπή, A.R.1.258,4.581. II ἀνδρόμεον· ἱμάτιον (Cret.), Hsch. (-μεο- cognate with Skt. -máya- in hiraṇ-máya- 'golden', etc.)

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de partes o elementos del cuerpo humano χρώς Il.20.100, κρέα Od.9.297, αἷμα Od.22.19, Hes.Sc.256, ψωμοί τ' ἀνδρόμεοι trozos de carne humana, Od.9.374, κεφαλή Emp.B 134
quizá como subst. ἥμερον ἦθος ... ἔμμορον ἀνδρομέων dulce carácter ... lleno de humanidad, Fun.Mon.1041.5 (Atenas II/III d.C.)
de otras cosas ὅμιλος ἀνδρόμεος una multitud de hombres, Il.11.538, αὐδή A.R.1.258, ἐνοπή A.R.4.581, μολπή Nonn.D.22.45.
2 ἀνδρόμεον· cret. ἱμάτιον Hsch.

German (Pape)

[Seite 218] zum Menschen gehörig, Hom. κρέα, Menschenfleisch, Od. 9, 297. 347; ψωμοί 374; αἷμα, Menschenblut, 22, 19; χρώς Il. 20, 100; ὅμιλος. Männerschaar, 11, 538; κεφαλή Empedocl. 295; σάρξ Apollonds. 18 (IX, 281); φωνή Iul. Aeg. 10 (VI, 67); αὐδή, ἐνοπή, Ap. Rh. 1, 258. 4, 581.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόμεος: -α, -ον, (ἀνήρ) ἀνθρώπινος, κρέα, αἷμα, χρὼς ἀνδρ. Ὀδ. Ι. 297, Χ. 19, Ἰλ. Ν. 20. 100· ψωμοὶ τ’ ἀνδρόμεοι, τεμάχια ἀνθρωπίνων κρεῶν, Ὀδ. Ι. 374· ὅμιλον ἀνδρόμεον, ὅμιλ. ἐξ ἀνδρῶν, Ἰλ. Α. 538· ἀνδρ. κεφαλή Ἐμπεδ. 392.· αὐδή, ἐνοπὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 258, Δ. 581.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'homme, humain ; ὅμιλος ἀνδρόμεος IL foule d'hommes.
Étymologie: ἀνήρ.

English (Autenrieth)

ον (ἀνὴρ): of a man or men, human; αἷμα, χρώς, also ὅμῖλος, Il. 11.538; ψωμοί, morsels ‘of human flesh,’ Od. 9.374.

Greek Monolingual

ἀνδρόμεος, -έα, -ον (Α)
ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + επίθημα -μεος, το οποίο συνδέεται πιθ. με το αρχ. ινδ. -maya].

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρόμεος: человеческий (αἷμα, χρώς Hom.; κεφαλή Emped.; φωνή Anth.): ὅμιλος ἀ. Hom. толпа людей.

Middle Liddell

ἀνήρ
of man or men, human, κρέα Hom.; ψωμοὶ ἀνδρ. goblets of man's flesh, Od.