ἀντιδέομαι
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
entreat in return, Pl.La.186d.
Spanish (DGE)
pedir a su vez τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι Pl.La.186d.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέομαι: μέλλ. -δεήσομαι, ἀποθ., δέομαι καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ἀνθικετεύω, Πλάτ. Λάχ. 186D.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
demander à son tour, τινός τι qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, δέομαι.
Greek Monolingual
ἀντιδέομαι (Α)
ικετεύω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀντιδέομαι: μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδέομαι: просить со своей стороны (τί τινος Plat.).