ἀφύσικος

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 398
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφύσικος Medium diacritics: ἀφύσικος Low diacritics: αφύσικος Capitals: ΑΦΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: aphýsikos Transliteration B: aphysikos Transliteration C: afysikos Beta Code: a)fu/sikos

English (LSJ)

[ῠ], A unphilosophical, unscientific, Arist. ap. S.E.M.10.46. 2 contrary to the laws of nature, ib.250.

Spanish (DGE)

-ον
1 antifísico de Parménides y Meliso, según Aristóteles, Arist.Fr.9 p.77 Ross, cf. S.E.M.10.250.
2 sobrenatural μυστηρίου εἴδησις Alex.Al.Ep.Alex.21.

German (Pape)

[Seite 416] ohne natürliche Anlagen, Diog. L. 7, 170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσικος: [ῠ], ὁ μὴ παραδεχόμενος τὰ πορίσματα τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 250. ΙΙ. ὁ μὴ σύμφωνος τῇ φύσει, ὁ μὴ φυσικός, Θεοδώρητ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύσικος, -ον)
αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης
νεοελλ.
1. προσποιητός, ασυνήθιστος
2. υπερβολικά μεγάλος
3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος
4. αισχρός, βδελυρός
5. σεξουαλικά διεστραμμένος
6. άσχημος, δύσμορφος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφύσικος: (ῠ)
1) не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;
2) лишенный дарования, бездарный Diog. L.