ἐκφαντικός

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντικός Medium diacritics: ἐκφαντικός Low diacritics: εκφαντικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantikós Transliteration B: ekphantikos Transliteration C: ekfantikos Beta Code: e)kfantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἐκφαντορικός, Procl.in Alc.Praef. (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la divinidad revelador, iluminador c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.in Alc.proem.5
crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C
del discurso elucidador, clarificador δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.DN 4.11
neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... εἰπεῖν de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.
2 adv. -ῶς como una manifestación divina ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, δηλωτικός, Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)
Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός
«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)
δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεών
II. επίρρ. εκφαντικώς
με τρόπο αποκαλυπτικό.