ἁπανταχοῦ
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
everywhere, E.IT517, Alex.152, Men.Epit.16; ἁπανταχοῦ γῆς D.C.69.13.
Spanish (DGE)
adv. en todas partes Τροίαν ..., ἧς ἁ. λόγος E.IT 517, τὸ νικᾶν ὡς ἁ. κακόν E.Fr.1034, τἀγαθὸν Πλάτων ἁ. φησ' ἀγαθὸν εἶναι Alex.93a, τὸ δίκαιον ἐπικρατεῖν ἁ. Men.Epit.233, ἡ φύσις ἁ. ... αὐτῆς ἐκορυφώσατο κάλλος Aristaenet.1.10.119, c. gen. οἱ ἁ. γῆς Ἰουδαῖοι los judíos de todo el mundo D.C.69.13.1.
German (Pape)
[Seite 278] überall, Eur. I. T. 517; Sosip. Ath. IX, 378 e u. sonst.
French (Bailly abrégé)
adv.
partout.
Étymologie: cf. πανταχοῦ.
Greek Monolingual
(AM ἁπανταχοῦ κ. ἁπανταχῆ, κ. ἁπανταχόθι κ. ἁπανταχοῖ) σε κάθε τόπο, παντού, σε όλα τα μέρη.
Russian (Dvoretsky)
ἁπαντᾰχοῦ: adv. везде, всюду Eur., Men., Luc.