ἁπαλόφρων
From LSJ
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ον, gen. ονος, softhearted, AP7.403 (Marc.Arg.).
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
que es de tierno corazón ἑταίραι AP 7.403 (Marc.Arg.), cf. Clem.Al.Paed.1.5.19.
German (Pape)
[Seite 277] zartsinnig, unschuldig, κόρη M. Arg. 32 (VII, 403); Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόφρων: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλά, τρυφερὰ αἰσθήματα, ἤπιος, Ἀνθ. Π. 7. 403, Κλήμ. Ἀλ. 108.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au cœur délicat.
Étymologie: ἁπαλός, φρήν.
Greek Monolingual
ἁπαλόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλά, τρυφερά αισθήματα, ήπιος.
Greek Monotonic
ἁπᾰλόφρων: -ον (φρήν), αυτός που τρέφει μειλίχια, τρυφερά αισθήματα, γλυκύς, πράος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλόφρων: 2, gen. ονος с нежной душой (κόρη Anth.).