εἰσέρρω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
go into, get in: pf. εἰσήρρηκα Ar.Th.1075: aor. εἰσήρρησεν Id.Eq.4, Agath.Praef.p.139D.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. εἰσήρρησα Ar.Eq.4; perf. εἰσήρρηκα Ar.Th.1075]
1 entrar, introducirse, meterse c. suj. animado y giro prep. de εἰς y ac. εἰς τὴν οἰκίαν Ar.Eq.4, Synes.Prouid.1.14, στρατεύματα ... εἰς τὴν Ῥωμαίων ἡγεμονίαν Synes.Regn.20
•c. suj. inanimado alcanzar, llegar hasta (λοιμός) ἐς τὸ ἀνθρώπειον γένος Agath.proem.28.
2 fig. interrumpir νὴ Δί' ὀχληρά γ' εἰσήρρηκας Ar.Th.1075.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέρρω: ὑπάγω ἐντός, εἰσέρχομαι· πρκμ. εἰσήρρηκα Ἀριστοφ. Θεσμ. 1075· ἀόρ. εἰσήρρησεν ὁ αὐτ. Ἱππ. 4.
French (Bailly abrégé)
se glisser dans.
Étymologie: εἰς, ἔρρω.
Greek Monolingual
εἰσέρρω (AM)
εισορμώ, ορμώ μέσα.
Greek Monotonic
εἰσέρρω: μπαίνω μέσα, εισέρχομαι· αόρ. αʹ εἰσήρρησα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εἰσέρρω: (aor. εἰσήρρησα, pf. εἰσήρρηκα) проникать, попадать (εἰς τὴν οἰκίαν Arph.).
Middle Liddell
to go into, get in; aor1 εἰσήρρησα, Ar.