εἱμένος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.
Spanish (DGE)
v. ἕννυμι, ἵημι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννυ^μι.
Greek Monotonic
εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.
Russian (Dvoretsky)
εἱμένος: part. pf. pass. к ἕννυμι.