ἐνδοτέρω
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
English (LSJ)
Adv.Comp.of ἔνδον, A more within, quite within, ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν to draw himself within his means, Plu.Cat.Ma.5; ἐ. τῆς Χρείας προσαγαγέσθαι to unite into greater intimacy, Id.Arat.43; within, Placit.5.21.2; (sc. κόσμου) ib.1.18.4; ἐ. τείχους J.AJ15.11.3; farther on, below, in a book, D.L.10.43, etc. 2 of time, within a certain limit, sooner, Hp.Fract.33. 3 Sup. ἐνδοτάτω quite within, Luc.Am.16; innermost, Procl.Hyp.6.12; οἱ ἐνδοτάτω Θρᾷκες Hdn.6.8.1: c. gen., very far in, Plu.2.918f. II Adj. ἐνδότερος, ον, inner, PLond.4.1768.2 (vi A. D.): Sup. ἐνδότατος inmost, Ἀρμενία Just.Nov.31.1 Intr.; τόποι Hsch. S. V. μυχοί.
Spanish (DGE)
v. ἔνδον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδοτέρω: ἐπίρρ. συγκρ. τοῦ ἔνδον, παραμέσα, ὁλωσδιόλου μέσα, ἐνδοτέρω συστέλλω ἐμαυτόν, γίνομαι φειδωλὸς πέρα τοῦ δέοντος, Πλουτ. Κάτων ὁ Πρεσβ. 5· ἐνδοτέρω τῆς χρείας προσάγεσθαι, ἑλκύειν τινὰ πρὸς ἑαυτὸν εἰς στενωτέρας σχέσεις, καθιστᾶν αὐτὸν στενώτερον φίλον, ὁ αὐτὸς Ἄρατ. 43· ἐπὶ ἀριθμοῦ, κατωτέρω, τὴν διάρθρωσιν γίνεσθαι ἀπὸ ἕκτης καὶ εἰκοστῆς, πολλάκις δὲ καὶ ἐνδοτέρω ὁ αὐτ. 2. 909Β· - μετὰ γεν., ἐν τοῖς ἐνδ. τοῦ ὕδατος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 7· ἐνδ. τείχους Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 15. 11. 3· - ἐπὶ βιβλίου, κατωτέρω, περαιτέρω, Διογ. Λ. 10. 43, κτλ. 2) ὑπερθ. ἐνδοτάτω, εἰς τὸ ἐνδότατον μέρος, καὶ στὰς ἀφανὴς ἐνδοτάτω Λουκ. Ἔρωτες 16, Πλούτ. 2. 918F. ΙΙ. Συγκρ. ἐπίθ. ἐνδότερος, Λατ. interior, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4. 5., 6, 7· ὑπερθ. ἐνδότατος, Λατ. intimus, Ἡσύχ. ἐν λέξει μυχοί, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 792, εἰς Λυκόφρ. 896.
French (Bailly abrégé)
Cp. de ἔνδον.
Greek Monotonic
ἐνδοτέρω: επίρρ. συγκρ. του ἔνδον, ολότελα μέσα, πιο μέσα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδοτέρω: [compar. к ἔνδον I] еще далее внутрь, глубже (ἐν τοῖς ἐ. τοῦ ὕδατος Arst.): ἐ. συστέλλειν ἑαυτόν Plut. еще больше ограничить себя.