ἔξαιμος
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ον, (αἷμα) bloodless, drained of blood, Hp.VC16, Epid.5.6, D.S.3.35, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 cirug., de heridas que ha dejado de sangrar, limpio de sangre Hp.VC 16.
2 desangrado, exangüe gener. como pred. τὸ παιδίον, ὥσπερ ἔξαιμον γενόμενον πρότερον, πάλιν ἀνεβίωσεν Arist.HA 587a23, cf. LXX 2Ma.14.46, Plu.2.970d, κροκόδειλος D.S.1.35, θηρία D.S.3.35, cf. Str.15.1.42, ἔ. ὢν καὶ καταβελὴς ὁ Κούρτιος D.H.2.42, ποιήσαντες ἔξαιμον τὸ ζῷον Agatharch.55, cf. D.C.43.11.4, mág. en POxy.4468re.128, Hippiatr.26.21
•como resultado terapéutico de una sangría φλεβοτομούμενος ... ἕως ἔ. ἐγένετο Hp.Epid.5.6.
German (Pape)
[Seite 863] blutleer, verblutet, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαιμος: -ον, (αἷμα) «ὁ λίφαιμος, ὁ πλεῖστον αἷμα κενώσας» Σουΐδ.˙ φλεβοτομούμενος δέ… ἕως ἔξαιμος ἐγένετο Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ε΄, 1143, 9, π. τῶν ἐν Κεφαλ. Τρωμ. 909, Διόδ. 3. 35. κτλ.˙ οὕτως, ἐξαίμων, ονος, ὁ, ἡ, Πολυδ. Δ΄, 186, Η΄, 79.
Greek Monolingual
ἔξαιμος, -ον (AM)
αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε μεγάλη ποσότητα αίματος («φλεβοτομούμενος... ἕως ἔξαιμος ἐγένετο», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + -αιμος < αίμα (πρβλ. άναιμος, εύαιμος κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
ἔξαιμος: лишенный крови, обескровленный (θηρίον Diod.).