ἔνσχιστος
From LSJ
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
Full diacritics: ἔνσχιστος | Medium diacritics: ἔνσχιστος | Low diacritics: ένσχιστος | Capitals: ΕΝΣΧΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: énschistos | Transliteration B: enschistos | Transliteration C: enschistos | Beta Code: e)/nsxistos |
ον, split, cleft, Thphr.CP5.17.2.
-ον
bot. cortado, abierto en dos τὰ τῆς ἐλάτης (ξύλα) para extraer la médula, Thphr.CP 5.17.2.
ἔνσχιστος: -ον, ὁ ἐντὸς ἐσχισμένος, σχιστός, θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 2.
ἔνσχιστος, -ον (Α) σχιστός
σχισμένος στο εσωτερικό.