ᾀσμάτιον
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
τό, Dim. of ᾆσμα, Pl.Com.235.
Spanish (DGE)
cancioncilla Pl.Com.263
•despect. versucho ἐν ᾀσματίοις Ἄρειος ... μυθολογεῖ Ath.Al.Decr.16.3.
German (Pape)
[Seite 372] τό, dim. von ᾆσμα, Liedchen, Plat. com. Poll. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ᾀσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ᾆσμα, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 50· σύντομον ᾆσμα, «τραγουδάκι» Πολυδ. Δ΄, 64.
Greek Monolingual
ἀσμάτιον, το (Α)
υποκορ. το μικρό, σύντομο άσμα.