αὐτομαθής
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
ές, having learnt of oneself, Ph.1.35, al., Plu.2.992a; τινός self-taught, of persons, in a thing, AP6.218 (Alc.); of that which is learnt, ἐπιστήμη Ph.1.164; spontaneous, συγγένειαν εἶναι μούσαις αὐτομαθῆ Phld.Po.2.47. Adv. αὐτομαθῶς = learning by oneself Philostr.VS1.15.2, Ph.1.62.
Spanish (DGE)
(αὐτομᾰθής) -ές
I 1de cosas o abstr. que ha sido aprendido por sí mismo ἡ τῶν θηρίων φρόνησις Plu.2.992a, ἐπιστήμη Ph.1.164, συγγένεια ... Μούσαις Phld.Po.B.25.3.19.
2 de pers. y anim. que ha aprendido por sí mismo ἐκεῖνος Ph.1.35, de Palamedes, Philostr.Her.41.1, ref. a una enseñanza divina θῆρα, τῶν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης fiera que ha aprendido por sí misma las danzas de Cíbele, AP 6.218.
II adv. αὐτομαθῶς = de forma natural γενέσθαι ... αὐ. σοφόν Philostr.VS 498, ἔχειν τὴν ἀρετὴν αὐ. Ph.1.62.
German (Pape)
[Seite 398] ές, für sich, ohne Anweisung gelernt habend, τινός Alc. Mess. 8 (VI, 218); Plut. Gryll. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'est instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, μανθάνω.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτομᾰθής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ μαθών, αὐτοδίδακτος, Πλούτ. 2. 992 Α· μ. γεν., τὸν ὀρχησμῶν αὐτομαθῆ Κυβέλης Ἀνθ. Π. 6. 218. - Ἐπίρρ. αὐτομαθῶς Φιλόστρ. 498.
Greek Monolingual
αὐτομαθής, -ές (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -μαθής < μάθος < μανθάνω.
Greek Monotonic
αὐτομᾰθής: -ές (μαθεῖν), αυτός που έχει μάθει από μόνος του, αυτοδίδακτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτομᾰθής: обучающийся сам, самоучка (Plut.; ὀρχησμῶν αὐ. Anth.).