θεραποντίς
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ίδος, ἡ, of a waiting-maid, θ. φερνή A.Supp. 979 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1200] ίδος, ἡ, die Magd betreffend, der Magd, φέρνη Aesch. Suppl. 957.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de serviteur, de servante.
Étymologie: θεράπων.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰποντίς: -ίδος, ἡ, ἀνήκουσα εἰς θεράπαιναν, θ. φερνὴ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 979.
Greek Monolingual
θεραποντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. του θεράπων, -οντος].
Russian (Dvoretsky)
θερᾰποντίς: ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь (ἡ φερνή Aesch.).