μεγαλίζομαι

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλίζομαι Medium diacritics: μεγαλίζομαι Low diacritics: μεγαλίζομαι Capitals: ΜΕΓΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: megalízomai Transliteration B: megalizomai Transliteration C: megalizomai Beta Code: megali/zomai

English (LSJ)

Pass., to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.

French (Bailly abrégé)

impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.

English (Autenrieth)

exalt oneself, be proud. (Il. and Od. 23.174.)

Greek Monolingual

μεγαλίζομαι (Α)
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου].

Greek Monotonic

μεγᾰλίζομαι: Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλίζομαι: превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).

Middle Liddell

μεγᾰλίζομαι,
Pass. to be exalted, to bear oneself proudly, Hom. only in pres.]