νεμέτωρ

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεμέτωρ Medium diacritics: νεμέτωρ Low diacritics: νεμέτωρ Capitals: ΝΕΜΕΤΩΡ
Transliteration A: nemétōr Transliteration B: nemetōr Transliteration C: nemetor Beta Code: neme/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, dispenser of justice, avenger, Ζεύς A.Th.485 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 239] ορος, ὁ, der Vertheiler, bes. der Recht vertheilt, Gerechtigkeit übt, der Richter, Rächer, Ζεύς, Aesch. Sept. 467.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui distribue la justice, juge.
Étymologie: νέμω.

Greek (Liddell-Scott)

νεμέτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀπονέμων τὰ δίκαια, ἐκδικητής, Ζεὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 489.

Greek Monolingual

νεμέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε- του ρ. νέμω (πρβλ. νέμε-σις) + επίθημα -τωρ, πιθ. κατά το γενέ-τωρ (βλ. και λ. νέμω)].

Greek Monotonic

νεμέτωρ: -ορος, ὁ (νέμω), αυτός που απονέμει τα δίκαια, εκδικητής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεμέτωρ: ορος ὁ воздающий по заслугам, каратель, мститель (Ζεύς Aesch.).

Middle Liddell

νεμέτωρ, ορος, ὁ, νέμω
an avenger, Aesch.