κατευτυχέω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
to be quite successful, prosper, Arist.EE1229a 19 (cj. ib. 1247b31), Phld.Rh.1.132 S.; τὰ πλεῖστα Plu.Sert.18:—also in Pass., τούτων κατευτυχηθέντων D.S.20.46.
German (Pape)
[Seite 1398] verstärktes εὐτυχέω; Arist. eth. eudem. 3, 1; Plut. Sertor. 18 Pomp. 21 u. a. Sp.; auch pass., τούτων κατευτυχηθέντων, nachdem dies glücklich ausgeführt worden, D. Sic. 20, 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. κατηυτύχηκα;
être heureux.
Étymologie: κατά, εὐτυχέω.
Greek (Liddell-Scott)
κατευτῠχέω: εἶμαι ὅλως εὐτυχής, εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.
Greek Monotonic
κατευτῠχέω: μέλ. -ήσω, ευημερώ, ευτυχώ αρκετά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κατευτῠχέω: иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ευτυχέω succes hebben.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be quite successful, prosper, Plut.