λογίδιον
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
τό, Dim. of λόγος, Isoc.13.20, Pl.Erx. 401e. 2 little fable or story, Ar.V.64.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit discours, petit entretien.
Étymologie: dim. de λόγος.
Greek (Liddell-Scott)
λογίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λόγος, Ἰσοκρ. 295Β, Πλάτ. Ἐρυξίας, 401Ε. 2) μικρὸς μῦθος ἢ διήγησις, Ἀριστοφ. Σφ. 64.
Greek Monolingual
λογίδιον, τὸ (Α) λόγος
(υποκορ. του λόγος) μικρός λόγος, μικρός μύθος ή διήγηση.
Greek Monotonic
λογίδιον: τό, υποκορ. του λόγος, μικρός μύθος ή μικρή, περιληπτική διήγηση, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λογίδιον: (γῐ) τό
1) маленькая речь Isocr.;
2) словечко, изреченьице Plat.;
3) рассказец, басенка Arph.
Middle Liddell
λογίδιον, ου, τό, [Dim. of λόγος
a little fable or story, Ar.