μαρμαρόεις

From LSJ
Revision as of 22:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρόεις Medium diacritics: μαρμαρόεις Low diacritics: μαρμαρόεις Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΕΙΣ
Transliteration A: marmaróeis Transliteration B: marmaroeis Transliteration C: marmaroeis Beta Code: marmaro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν S.Ant.610 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
brillant, resplendissant.
Étymologie: μάρμαρος.

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρόεις: εσσα, εν, = μαρμάρεος, Ὀλύμπου μ. αἴγλαν Σοφ. Ἀντ. 610.

Greek Monolingual

μαρμαρόεις, -εσσα, -εν (Α)
μαρμάρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Greek Monotonic

μαρμᾰρόεις: -εσσα, -εν, = μαρμάρεος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μαρμᾰρόεις: όεσσα, όεν блистающий, сверкающий (Ὀλύμπου αἴγλα Soph.).

Middle Liddell

μαρμᾰρόεις, εσσα, εν = μαρμάρεος, Soph.]